- ἀκανθοφόρῳ
- ἀκανθοφόροςproducing thornsmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακανθοφορώ — ( έω) (Α ἀκανθοφορῶ) [ἀκανθοφόρος] βγάζω αγκάθια, έχω αγκάθια … Dictionary of Greek
ακανθοφυώ — ἀκανθοφυῶ ( έω) (Α) ακανθοφορώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀκανθοφυὴς < ἄκανθα + φύω] … Dictionary of Greek
ακανθοφόρος — ο(ν) (Α ἀκανθοφόρος) 1. (για ζώα και φυτά) αυτός που έχει επάνω του αγκάθια «ἀκανθοφόρος ἐχῑνος» (Νόννος, Δίον. 13, 421) 2. (αγρός) όπου φυτρώνουν αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + φόρος < φέρω. ΠΑΡ. ακανθοφορώ] … Dictionary of Greek